αυτοδικία

αυτοδικία
Αξιόποινο αδίκημα το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Συνίσταται στην ικανοποίηση από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο (αυτογνώμονα) μιας αξίωσης σχετικά με δικαίωμα που έχει πραγματικά ή οικειοποιείται με την πεποίθηση ότι του ανήκει, ενώ έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στα δικαστήρια και να απαιτήσει το πραγματικό ή υποτιθέμενο δικαίωμά του. Για να υπάρξει το αδίκημα της α. απαιτείται δόλια προαίρεση και θετική ενέργεια από μέρους του δράστη, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της βίαιης αφαίρεσης της νομής ακινήτου, της κατεδάφισης αυτογνωμόνως τοίχων ενός οικοπέδου, ως προς τα οποία ο ενεργών έχει ή ισχυρίζεται ότι έχει δικαιώματα. Το αδίκημα της α., κατά το αρχικό κείμενο του ελληνικού Ποινικού Κώδικα, τιμωρείται αυτεπάγγελτα· οι συντάκτες του είχαν εμπνευστεί προφανώς από την αρχή ότι ο νομικός καταναγκασμός είναι αποκλειστικό δικαίωμα του κράτους, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στις πρωτόγονες κοινωνίες, όπου η α. αποτελούσε συνήθη τρόπο ικανοποίησης ιδιωτικών δικαιωμάτων και συμφερόντων (βεντέτα). Με το άρθρο όμως 4 του ν. 4090/60 επανήλθε το προγενέστερο καθεστώς του Π.Κ. και η ποινική δίωξη του αδικήματος της α. γίνεται μόνο με την έγκληση του παθόντος (άρ. 331). Το αδίκημα της α. δεν υπάρχει όταν η πράξη αποτελεί άσκηση νόμιμης άμυνας ή δικαιολογείται από την ύπαρξη κατάστασης ανάγκης. Εξάλλου ο Α.Κ. συγχωρεί την α. στην περίπτωση όπου η βοήθεια της αρχής δεν μπορεί να φτάσει έγκαιρα, ώστε να εξασφαλιστεί η πραγματοποίηση της αξίωσης, καθώς και σε περιπτώσεις διατάραξης της νομής. Η α. γεννά υποχρέωση αποζημίωσης.
* * *
η
1. η ικανοποίηση της αξίωσης κάποιου χωρίς την βοήθεια της Αρχής, αλλά με τις δικές του δυνάμεις
2. επίθεση εναντίον κάποιου, χειροδικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτόδικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αυτοδικία — η το να πάρει κανείς το δίκιο του μόνος του, χωρίς να πάει στα δικαστήρια: Ο νόμος τιμωρεί την αυτοδικία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έγκληση — Η έκφραση της θέλησης για την εκδίωξη μιας αξιόποινης πράξης. Για τον σκοπό αυτό γίνεται προσφυγή στην αρμόδια δημόσια αρχή (αστυνομία, εισαγγελέα) από τον παθόντα. Υπάρχουν αξιόποινες πράξεις οι οποίες προσβάλλουν τα συγκεκριμένα άτομα,… …   Dictionary of Greek

  • αυτοδικώ — (Α αὐτοδικῶ, έω) [αυτόδικος] διαπράττω αυτοδικία αρχ. ακολουθώ δικό μου δίκαιο ή νομοθεσία …   Dictionary of Greek

  • αυτόδικος — η, ο (Α αὐτόδικος, ον) νεοελλ. αυτός που διαπράττει αυτοδικία αρχ. (για πόλεις ή περιοχές) εκείνος που έχει δικό του δίκαιο, δικιά του νομοθεσία …   Dictionary of Greek

  • δράκων — I (680; – 600 π.Χ.). Αθηναίος νομοθέτης. Υπήρξε ο πρώτος δημιουργός του γραπτού πολιτικού και ποινικού κώδικα της πόλης. Η νομοθεσία του Δ. αποτέλεσε σταθμό στη ζωή της αρχαίας Αθήνας και συνετέλεσε στην πρόοδο προς τη δημοκρατία, ενώ η… …   Dictionary of Greek

  • δωσίδικος — και δοσίδικος, η, ο (Α δωσίδικος) νεοελλ. αυτός που υπάγεται στη δικαιοσύνη, ο υπόλογος αρχ. αυτός που καταφεύγει στη δικαιοσύνη και αποφεύγει την αυτοδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δωσι < μελλ. δώσω τού δίδωμι + δικος < δίκη] …   Dictionary of Greek

  • βεντέτα — I (λ. γαλλ.) 1. πρωταγωνίστρια του θεάτρου ή του κινηματογράφου: Μια μεγάλη βεντέτα πρωταγωνιστεί σ αυτό το έργο. 2. πρόσωπο δημοφιλές με αλαζονική όμως συμπεριφορά: Πρόσεξε τη συμπεριφορά σου και μην παριστάνεις τη βεντέτα. II (λ. ιταλ.),… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”